- τιμητικοῦ
- τῑμητικοῦ , τιμητικόςestimatingmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτοσέβαστος — ὁ, Μ (ως τίτλος τιμητικού αξιώματος στην Αυλή τού Βυζαντίου) ο πρώτος στις αποδιδόμενες τιμές … Dictionary of Greek
Δημοσθένης — I (Αθήνα 384 – Καλαυρία 322 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία επτά ετών. Οι καταχρήσεις των κληρονόμων του πατέρα του τον ανάγκασαν σε νεαρή ηλικία να αγωνιστεί δικαστικά… … Dictionary of Greek
Κασινί — (Cassini). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων αστρονόμων ιταλικής καταγωγής. 1. Ζακ (Jacques, Παρίσι 1677 – 1756). Διετέλεσε διευθυντής του αστεροσκοπείου του Παρισιού, μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών της Γαλλίας και μέλος της Βασιλικής Εταιρείας του… … Dictionary of Greek
Μαν, Τόμας — I (Thomas Mun, Λονδίνο 1571 – 1641). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν έμπορος στην Ιταλία και στην Ανατολή, ανέλαβε κατόπιν διευθυντική θέση στην Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (1615). Κύριος εκπρόσωπος της τάσης που αργότερα ονομάστηκε μερκαντιλισμός… … Dictionary of Greek
Μειδίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, είχε αναλάβει δάφορα αξιώματα και ήταν αντίπαλος του Δημοσθένη. Κάποτε φιλονίκησε με τον ρήτορα, τον γρονθοκόπησε και ο Δημοσθένης τον προσήγαγε σε… … Dictionary of Greek